ἀστοῦ

ἀστοῦ
ἀστός
townsman
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστισμός — ο [αστός] η ιδεολογία του αστού ή της αστικής τάξης …   Dictionary of Greek

  • κωμειδύλλιο — Είδος ελληνικής μουσικής κωμωδίας με ηθογραφικό περιεχόμενο, που ενθουσίασε τη γενιά του τέλους του 19ου αι. Η δημιουργία του κ. εμφανίστηκε στο πλαίσιο της ανανέωσης της ελληνικής λογοτεχνίας, που συντελέστηκε με τη γενιά του 1880 και την… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • Κρίστενσεν, Τομ — (Tom Kristensen, Λονδίνο 1893 – Δανία 1974). Δανός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, από το οποίο αποφοίτησε το 1919. Το 1920 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Όνειρα πειρατή. Επίσης,… …   Dictionary of Greek

  • Μονιέ, Ανρί — (Henri Monnier, Παρίσι 1805 – 1877). Γάλλος συγγραφέας και σκιτσογράφος. Σπούδασε ζωγραφική, αλλά ασχολήθηκε με τις εικονογραφήσεις και τη γελοιογραφία, έχοντας ως στόχο του τον κόσμο των υπαλλήλων και των μικροαστών. Στη σειρά Λαϊκές σκηνές, που …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • Ρακίνας, Ιωάννης — (Racin, Λα Φερτέ Μιλόν, Eν 1639 – Παρίσι 1699). Ελληνοποιημένος τύπος του επωνύμου του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ρασέν. θεατρικός συγγραφέας. Έμεινε ορφανός και ανατράφηκε στο ιανσενιστικό περιβάλλον με το οποίο συνδεόταν η οικογένειά του. Στις… …   Dictionary of Greek

  • Σουρής, Γεώργιος — Έλληνας σατιρικός ποιητής (Ερμούπολη Σύρου 1853 Φάληρο 1919). Στα χρόνια των γυμνασιακών σπουδών του έζησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του φιλοδόξησε να τον κάνει παπά, αυτός όμως προτίμησε, για ν’ αποφύγει το ιερατικό στάδιο, να ταξιδέψει μακριά.… …   Dictionary of Greek

  • Φιρετιέρ, Αντουάν — (Furetiθre, 1619 – 1688). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια, διετέλεσε δε διαδοχικά δικηγόρος, οικονομικός επίτροπος της μονής του Aγίου Γερμανού και μοναχός. Το 1662, ο Φ. εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Συνεχίζοντας την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”